- ῥιπαί
- ῥῑπαί , ῥιπήswingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος … Dictionary of Greek
ῥιπᾶι — ῥῑπᾷ , ῥιπή swing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РИПЕЙСКИЕ ГОРЫ — • Rhipaei montes, τὰ ΄Ριπαι̃α όρη, ΄Ρίπαια, горы на севере земного шара, представления древних о которых были весьма разнообразны. Название они получили скорее от татарского rifaet (высокий), чем от веяния (ρ̉ίπτειν) северного ветра … Реальный словарь классических древностей
ριπαίος — (I) αία, ο, Ν (για άνεμο) αιφνίδιος και σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ριπή + κατάλ. αίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) αία, ον, Α [Ῥῑπαι] 1. αυτός που ανήκει στις Ρίπες 2. φρ. «Ριπαῑα ὄρη» φανταστική οροσειρά στην οποία… … Dictionary of Greek